- ρολογοθήκη
- η, Νθήκη ρολογιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρολό(γ)ι + θήκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωρολογοθήκη — η, Ν η ρολογοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολόγιο + θήκη. Ο λόγιος τ. ὡρολογοθήκαι μαρτυρείται από το 1882 στον Em. Legrand] … Dictionary of Greek